φρέαρ

φρέαρ

φρέαρ, gen. φρέατος, τό, ion. und ep. φρεῖαρ, φρείατος, att. auch zsgz. φρητός, Brunnen; bei Hom. Il. 21, 197 πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν vrbdn; vgl. h. Cer. 99; Her. 6, 119; Ar. Pax 569 Plut. 810 u. öfter; eine Cisterne oder ein Ziehbrunnen, im Ggstz von κρήνη, Thuc. 2, 48, wie Dem. 14, 30; übh. Wasserbehälter, εἰς φρέαρ καταβαίνοντες καὶ κολυμβῶντες Plat. Lach. 193 c, vgl. Prot. 349 e; auch Oelfaß, Ar. Uebertr. sagt Plat. εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν ἐμπίπτειν ὑπὸ ἀπειρίας, Theaet. 174 c. – [Α ist in den mehrsylbigen Casus bei den Epikern kurz, bei den Att. gew. lang; vgl. Buttm. Lexil. I p. 229; mit einigen Ausnahmen bei den Komikern.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρέαρ — an artificial well neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῑαρ, είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, ητός, Α βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, πηγάδι («οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ», ΚΔ) νεοελλ. 1. κάθε τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου …   Dictionary of Greek

  • Μωρὸς ῥίψει λίθον εἰς φρέαρ, καὶ δέκα φρόνιμοι τοῦτον οὐκ ἀνελκύσουσι. — См. Дурак в воду кинет камень, а десять умных не вынут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • φρεάτων — φρέαρ an artificial well neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρείατα — φρέαρ an artificial well neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρέασι — φρέαρ an artificial well neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρέασιν — φρέαρ an artificial well neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρέατα — φρέαρ an artificial well neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρέατι — φρέαρ an artificial well neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρέατος — φρέαρ an artificial well neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”