φράστης

φράστης

φράστης, , = Vorigem (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φράστης — ὁ, Α [φράζω (Ι)] φραστήρ* …   Dictionary of Greek

  • φραστῶν — φράστης eloquens masc gen pl φραστός fem gen pl φραστός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφραστής — ο, θηλ. άστρια (ΑΜ μεταφραστής και μεταφράστης) [μεταφράζω] 1. αυτός που αποδίδει προφορικό ή γραπτό λόγο με άλλο φραστικό τρόπο ή σε άλλο λεκτικό ύφος, εξηγητής, ερμηνευτής, μεταγλωττιστής 2. το πρόσωπο που μεταφέρει προφορικό ή γραπτό λόγο από… …   Dictionary of Greek

  • φράστας — φράστᾱς , φράστης eloquens masc acc pl φράστᾱς , φράστης eloquens masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχινδαλαμοφράστης — και σκινδαλαμοφράστης, ὁ, Α αυτός που μελετά ή ελέγχει κάτι με σοφιστικό τρόπο, λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίνδάλαμος + φράστης (< φράζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”