φρονηματίζω

φρονηματίζω

φρονηματίζω, großmüthig machen, u. pass. großmüthig, edelmüthig sein, handeln; gew. tadelnd, übermüthig, stolz machen, u. pass. hochmüthig, stolz werden, φρονηματισϑέντες ἐκ τῶν ἔργων Arist. pol. 8, 6; πεφρονηματισμέναι διά τι 3, 13; ἐπί τινι Pol. 22, 8,8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρονηματίζω — φρονηματίζω, φρονημάτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φρονηματίζω — ΝΜΑ [φρόνημα, ήματος] νεοελλ. 1. κάνω κάποιον φρόνιμο, σωφρονίζω 2. εμβάλλω σε κάποιον θάρρος, αυτοπεποίθηση μσν. αρχ. κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του, να τρελαθεί …   Dictionary of Greek

  • φρονηματίζω — φρονημάτισα, φρονηματίστηκα, φρονηματισμένος, μτβ. 1. εμπνέω σε κάποιον φρόνημα (βλ. λ.), του μεταδίνω θάρρος, αυτοπεποίθηση κτλ., του αναπτερώνω το ηθικό: Πριν από τη μάχη ο λοχαγός φρονημάτισε τους στρατιώτες με πατριωτικά λόγια. 2. κάνω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναμαζώνω — και ανεμαζώνω 1. μαζεύω από εδώ κι από εκεί, περιμαζεύω, περισυλλέγω 2. τακτοποιώ, συγυρίζω 3. αποσπώ, απομακρύνω 4. καλώ, συγκαλώ 5. ψάχνω για κάτι και τό παίρνω στα χέρια μου 6. συγκεντρώνω πράγματα, θησαυρίζω 7. ζαρώνω από τον φόβο μου,… …   Dictionary of Greek

  • φρονηματισμός — ο, ΝΜΑ [φρονηματίζω] νεοελλ. σωφρονισμός μσν. αρχ. αλαζονεία, έπαρση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”