φροντιστής — deep thinker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντιστής — ο 1. αυτός που φροντίζει για κάτι ή για κάποιον, επιμελητής, διαχειριστής, έφορος, προστάτης: Αφέντης μου και φροντιστής μου ο άντρας μου (Κ. Παλαμάς). 2. παλιός τίτλος οικονομικού αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού (τώρα «πλωτάρχης οικονομικός») … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φροντιστής — ο, ΝΜΑ, θηλ. φροντίστρια ΜΑ [φροντίζω] αυτός που φροντίζει, που επιμελείται κάποιον ή κάτι («φροντιστὴς τοῦ ἱεροῦ», επιγρ.) νεοελλ. 1. (σχετικά με πρόσ.) προστάτης 2. διευθυντής ή καθηγητής φροντιστηρίου 3. υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για την… … Dictionary of Greek
φροντισταῖς — φροντιστής deep thinker masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντισταῖσιν — φροντιστής deep thinker masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντισταί — φροντιστής deep thinker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντιστοῦ — φροντιστής deep thinker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντιστῇ — φροντιστής deep thinker masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντιστήν — φροντιστής deep thinker masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντιστῶ — φροντιστής deep thinker masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντιστῶν — φροντιστής deep thinker masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)