φρούρημα

φρούρημα

φρούρημα, τό, das Bewachte; – der Wachtposten; βουκόλων, die wachthaltenden Rinderhirten, Soph. Ai. 54; φρούρημα ἔχειν Eur. Ion 511; vgl. Aesch. Spt. 431; τοῦτο βουλευτήριον εὑδόντων ὕπερ ἐγρηγορὸς φρούρημα γῆς καϑίσταμαι Eum. 706; λόγχας δεσποτῶν φρουρήματα Eur. El. 798.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρούρημα — that which is watched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρούρημα — ήματος, τὸ, Α [φρουρῶ] 1. αυτό που φρουρείται, που φυλάσσεται 2. φρουρός, φύλακας («εὑδόντων ὕπερ ἐγρηγορὸς φρούρημα γῆς καθίσταμαι», Αισχύλ.) 3. φρούρηση, φύλαξη …   Dictionary of Greek

  • φρούρημ' — φρούρημα , φρούρημα that which is watched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουρήματα — φρούρημα that which is watched neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέγγυος — α, ο / φερέγγυος, ον, ΝΜΑ αυτός που παρέχει ή μπορεί να δώσει εγγύηση, εχέγγυος, αξιόπιστος, αξιόχρεος (α. «φερέγγυος οφειλέτης» β. «Πολυφόντου βία, φερέγγυον φρούρημα», Αισχύλ.) αρχ. 1. ο άξιος ή ο ικανός να δώσει λόγο για κάτι 2. (με απρμφ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”