φρουρά

φρουρά

φρουρά, , ion. φρουρή (von προ-οράω, vgl. φροῦδος), – 1) Vorschau, Wache; φρουρὰν ἄζηλον ὀχήσω Aesch. Prom. 143; Ag. 2; οὐδέ μ' ὄμματος φρουρὰ παρῆλϑε τόνδε μὴ λεύσσειν στόλον Soph. Trach. 225; τετράμοιρον νυκτὸς φρουράν Eur. Rhes. 5; Her. 2, 30. 6, 26; Gefangenschaft, Gefängniß, ὡς ἔν τινι φρουρᾷ ἐσμεν οἱ ἄνϑρωποι Plat. Phaedr. 62 b. – 2) Bewachung eines festen Postens, Wachposten; τοῖς πιστοτέροις διετέτακτο ἡ φρουρά Plat. Critia. 117 c; auch von einer ganzen Stadt, Festung, die Besatzung, zuerst bei Her. 7, 59; Thuc. 3, 51; εἰς φρουρὰν δόμων Eur. Or. 1252; φρουρᾶς ᾄδειν, sc. ἕνεκα, auf der Wache singen, um sich wach zu halten, sprichwörtlich von den Schlaflosen, die dabei noch vergnügt sein müssen, Ar. Nubb. 723. – 3) bei den Lacedämoniern ein gerüstetes, zum Feldzuge bestimmtes Heer, und der Feldzug selbst; φρουρὰν ἐξάγειν, φαίνειν, das Heer ins Feld führen, Xen. Hell. 3, 2,23. 4, 2,5. 3, 5,5 u. öfter. – Anders Dem. 54, 3 ἐξήλϑομεν εἰς Πάνακτον φρουρᾶς προγραφείσης, nachdem zur Besatzung dorthin auszurücken befohlen war.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρουρά — φρουρά̱ , φρουρά look out fem nom/voc/acc dual φρουρά̱ , φρουρά look out fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουρᾷ — φρουρά look out fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φρουρή Α 1. φρούρηση, φύλαξη, υπεράσπιση 2. ομάδα προσώπων, ιδίως στρατιωτών, που είναι υπεύθυνη για τη φρούρηση θέσεως, κτηρίου ή προσώπου (α. «η φρουρά τής βουλής» β. «καταλιπὼν ἐν ταῖς ἄκραις ἰσχυρὰς Περσέων φρουράς», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • φρουρά — η 1. ομάδα ατόμων, ιδίως στρατιωτικών, που έχει αναλάβει τη φρούρηση θέσης, ιδρύματος ή προσώπου: Η φρουρά των φυλακών. – Η φρουρά του προέδρου. 2. το σύνολο των στρατευμάτων που εδρεύουν σε μια πόλη: Η φρουρά Θεσσαλονίκης. 3. η υπηρεσία του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σιδηρά Φρουρά — Φασιστική οργάνωση που δημιουργήθηκε το 1931 στη Ρουμανία. Τα μέλη της χρησίμευσαν σαν πράκτορες του Χίτλερ στη Ρουμανία. Αφού οργάνωσε και εκτέλεσε τη δολοφονία του Ρουμάνου πρωθυπουργού I. Γκ. Ντούκα (1934) τυπικά διαλύθηκε. Ουσιαστικά όμως… …   Dictionary of Greek

  • φρουρᾶι — φρουρᾷ , φρουρά look out fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουράν — φρουρά̱ν , φρουρά look out fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουράς — φρουρά̱ς , φρουρά look out fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουραῖς — φρουρά look out fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουραί — φρουρά look out fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουρᾶς — φρουρά look out fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”