φρενο-πληγής

φρενο-πληγής

φρενο-πληγής, ές, die Seele mit Wahnsinn schlagend, wahnsinnig machend, μανίαι, Aesch. Prom. 880.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοπληγής — θεοπληγής, ές (Α) ο θεόπληκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πληγής (< αόρ. ε πλήγ ην τού πλήσσομαι), πρβλ. ημι πληγής, φρενο πληγής] …   Dictionary of Greek

  • ισοπληγής — ἰσοπληγής, ές (Α) (για χορδή) αυτή που πλήττεται με τον ίδιο τρόπο, αυτή που έχει ίσες πλήξεις, χτυπήματα (χρόνου). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πληγής (< πλήσσω), πρβλ. ημι πληγής, φρενο πληγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”