φρύγω

φρύγω

φρύγω, auch φρύσσω, φρύττω, dörren, rösten, braten; zuerst Hom. ep. 14, 4; Orac. bei Her. 8, 96; kom. φρύγει τι δρᾶμα καινόν Teleclid. fr. inc. 2; πεφρυγμένας κριϑάς Thuc. 6, 22; Folgde; auch vom Durste, ἐφρύγη δίψεος ὕπο Isidor. 4 (VII, 293); Ael. H. A. 17, 37.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρύγω — ΝΜΑ, και φρύττω ΜΑ, και φρύσσω Α φρυγανίζω, ξεροψήνω, καβουρντίζω (α. «φρυγμένα σύκα» β. «φρυγέντα καρπόν», Γεωπ. γ. «φρυγομένων ἐρεβίνθων», Γαλ.) αρχ. 1. (για τον ήλιο) ξηραίνω με την θερμότητά μου («σκιερὴν δ ὑπὸ φηγὸν ἡελίου φρύγοντος… …   Dictionary of Greek

  • φρύγω — φρύ̱γω , φρύγω roast pres subj act 1st sg φρύ̱γω , φρύγω roast pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρύγω — έφρυξα, φρύχτηκα, φρυγμένος και φρυμένος, ψήνω ή ξεραίνω κάτι στη φωτιά, ξεροψήνω, φρυγανίζω, καβουρντίζω: Φρυγμένα σύκα. – Φρυμένο κουλούρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρῦξον — φρύγω roast aor imperat act 2nd sg φρύγω roast fut part act masc voc sg φρύγω roast fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγέντα — φρύγω roast aor part pass neut nom/voc/acc pl φρύγω roast aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρῦγε — φρύγω roast pres imperat act 2nd sg φρύγω roast imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεφρῦχθαι — φρύγω roast perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγεισῶν — φρύγω roast aor part pass fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγεῖ — φρύγω roast aor subj pass 3rd sg (epic) φρυγεύς one who roasts masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγεῖσα — φρύγω roast aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγεῖσαν — φρύγω roast aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”