φρόνημα

φρόνημα

φρόνημα, τό, Sinn, Verstand, Gedanken; ἔστ' ἂν Διὸς φρόνημα λωφήσῃ χόλου Aesch. Prom. 376, u. oft, wie Soph. u. Eur.; das, was Einer im Sinn, in Gedanken hat, Her., auch Sinnesart, Gesinnung, nicht selten im plur., 3, 122. 125. 9, 54; ἐμπέδοις φρονήμασιν, mit unveränderlicher Gesinnung, Treue, Soph. Ant. 169; ἐν ἐλευϑέρῳ φρονήματι βεβιωκώς Plat. Legg. IX, 685 d; μεϑυσϑεὶς ἀνὴρ τυραννικόν τι φρόνημα ἴσχει Rep. IX, 573 b; bes. erhabene Gesinnung, Muth, Hochsinn, φρονήματος τοῦ πρὶν στερέντες Eur. Hec. 622; καὶ τὰ φρο-νήματα μεγάλα εἶχον Plat. Conv. 190 b; allein, Muth, Menex. 239 e. Aber auch in tadelnder Bdtg, allzu hohe Meinung von sich, Hochmuth, Hoffart, Stolz u. Prahlerei, ὑπέρτολμον ἀνδρὸς φρόνημα τίς λέγοι; Aesch. Ch. 587; σεμνόστομός γε καὶ φρονήματος πλέως ὁ μῦϑός ἐστιν Prom. 955 (er braucht es auch = φρένες, ἰὸς ἐκ φρονημάτων πέδῳ πεσών Eum. 456); ἀνδρὸς οὐδενὸς φρόνημα δείσασα Soph. Ant. 455; τῶν φρονημάτων ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων Eur. Heracl. 388; ὀγκῶσαι τὸ φρόνημα Ar. Vesp. 1024; Thuc. 5, 43; οὐ φρονήματος καὶ ϑυμοῠ ἐμπίπλαται Plat. Rep. III, 411 c; καὶ μεγαλαυχία Lys. 206 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρόνημα — mind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρόνημα — το, ΝΜΑ [φρονῶ] 1. διανόημα, σκέψη (α. «μ ένα βλέμμα όπου φονεύει / τα φρονήματα τα αισχρά», Σολωμ. β. «Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων», Αισχύλ.) 2. συναίσθηση αξίας ή υπεροχής, αυτοπεποίθηση (α. «έχει υψηλό φρόνημα» β. «ἀνδρὶ …   Dictionary of Greek

  • φρόνημα — το, ατος 1. ό,τι φρονεί κανείς, ιδεολογία, αρχές, κοσμοθεωρία: Άλλαξε τα πολιτικά του φρονήματα. 2. συναίσθηση της αξίας ή της υπεροχής, αυτοπεποίθηση, το ηθικό: Μετά τη νίκη του ο στρατός έχει υψηλό φρόνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρόνημ' — φρόνημα , φρόνημα mind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονημάτων — φρόνημα mind neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήμασι — φρόνημα mind neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήμασιν — φρόνημα mind neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήματα — φρόνημα mind neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήματι — φρόνημα mind neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήματος — φρόνημα mind neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονώ — φρονῶ, έω, ΝΜΑ έχω τη γνώμη, νομίζω, πιστεύω (α. «δεν φρονούμε τα ίδια» β. «φρονώ ότι η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί», παροιμ. φρ. γ. «ἄλλα φρονεόντων καὶ ἄλλα λεγόντων», Ηρόδ.) αρχ. 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι («ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”