- υἱάφιον
υἱάφιον, τό, dim. von υἱός, Söhnlein, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υἱάφιον, τό, dim. von υἱός, Söhnlein, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υιάφιον — τὸ, Α (με θωπευτική σημ.) υποκορ. τού υἱός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + υποκορ. κατάλ. άφιον (πρβλ. ξυρ άφιον)] … Dictionary of Greek
υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… … Dictionary of Greek