- υἱωνός
υἱωνός, ὁ, Sohnes Sohn, Enkel; Hom. Il. 2, 666 Od. 24, 514; Plut. Popl. 14 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υἱωνός, ὁ, Sohnes Sohn, Enkel; Hom. Il. 2, 666 Od. 24, 514; Plut. Popl. 14 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υἱωνός — grandson masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υιωνός — και ὑωνός και υἱωνεύς, έως, ὁ, θηλ. υἱωνή, ΜΑ, και ως θηλ. υἱωνός, ἡ, Μ ο εγγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱος + επίθημα ωνός, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών (πρβλ. οἰ ωνός, χελ ώνη) και προσδίδει στη λ. μεγεθυντική, αυξητική σημ. (πρβλ.… … Dictionary of Greek
υἱωνοῖο — υἱωνός grandson masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱωνοῖς — υἱωνός grandson masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱωνοῖσι — υἱωνός grandson masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱωνοῖσιν — υἱωνός grandson masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱωνοί — υἱωνός grandson masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱωνοῦ — υἱωνός grandson masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱωνούς — υἱωνός grandson masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱωνῷ — υἱωνός grandson masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱωνόν — υἱωνός grandson masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)