- προ-χειμάζω
προ-χειμάζω, vorher winterlich, stürmisch sein od. werden, Arist. probl. 26, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-χειμάζω, vorher winterlich, stürmisch sein od. werden, Arist. probl. 26, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προχειμάζω — Α 1. (για τον καιρό) δείχνω ότι έρχεται θύελλα 2. (για τη σελήνη) προκαλώ πρώιμες θύελλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χειμάζω «προκαλώ κακοκαιρία»] … Dictionary of Greek