τῡφεδανός

τῡφεδανός

τῡφεδανός, , ein faselnder, kindischer Mensch, der den Leuten Qualm und blauen Dunst vormacht, ein Windbeutel oder ein dummer, blödsinniger, stupider Mensch; Ar. Vesp. 1364, Schol. ἐπεὶ τυφογέροντας εἰώϑασι λέγειν τοὺς παραληροῦντας καὶ ἀξίους τετύφϑαι. S. τυφογέρων u. vgl. στυφεδανός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τυφεδανός — τῡφεδανός , τυφεδανός stupid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφεδανός — και δ. τ. στυφεδανός, ὁ, Α άνθρωπος φλύαρος και ανόητος, ηλίθιος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφεδών + επίθημα ανός (πρβλ. ληθεδών: ληθεδ ανός) …   Dictionary of Greek

  • ηπεδανός — ἠπεδανός, ή, όν και ἠπεδανής, ές (Α) 1. αδύνατος, ασθενικός («ἠπεδανὸς δὲ νύ τοι θεράπων, βραδέες δέ τοι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. εστερημένος τινός, αυτός ο οποίος έχασε κάτι ή τού λείπει κάτι («φάμας ἔσσεαι ἠπεδανά» θα χάσεις τη φήμη σου) 3. εκείνος… …   Dictionary of Greek

  • ληθεδανός — ληθεδανός, ή, όν (Α) αυτός που επιφέρει λήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληθεδών (πρβλ. τυφεδανός < τυφεδών] …   Dictionary of Greek

  • στυφεδανός — ὁ, Α (δ. τ.) βλ. τυφεδανός …   Dictionary of Greek

  • τυφεδανοί — τῡφεδανοί , τυφεδανός stupid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφεδανούς — τῡφεδανούς , τυφεδανός stupid masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφεδανέ — τῡφεδανέ , τυφεδανός stupid masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”