- τῡρο-φάγος
τῡρο-φάγος, ὁ, Käsefresser, Mäusename, Batrach. 226.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τῡρο-φάγος, ὁ, Käsefresser, Mäusename, Batrach. 226.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηλοφάγος — (I) ο (Μ μηλοφάγος, ον) 1. αυτός που τρώει μήλα 2. συνεκδ. ο κήπος και γενικά ο τόπος που παράγει μήλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. τυρο φάγος]. (II) ο (Α μηλοφάγος, ον) νεοελλ. το αρσ.… … Dictionary of Greek