- προ-χειρέω
προ-χειρέω, f. L. für προχειρίζω, z. B. Pol. 3, 107, 10, vgl. Schäf. mel. 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-χειρέω, f. L. für προχειρίζω, z. B. Pol. 3, 107, 10, vgl. Schäf. mel. 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προκεχειρημένων — πρό χειρέω perf part mp fem gen pl πρό χειρέω perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειρησόμεθα — πρό χειρέω aor subj mid 1st pl (epic) πρό χειρέω fut ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκεχειρημένοις — πρό χειρέω perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκεχειρῆσθαι — πρό χειρέω perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκεχειρήσθω — πρό χειρέω perf imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειρῆσαι — πρό χειρέω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)