τῆτες — this year indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τήτες — και σῆτες και δωρ. τ. τῆδες και τᾱτες και τῆτα και σᾱτες Α επίρρ. 1. φέτος, αυτήν τη χρονιά 2. φρ. «ἡ τῆτες ἡμέρα» η σημερινή μέρα, σήμερα ακριβώς Αθήν.. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆτες / σῆτες έχει προέλθει από την αιτ. ενός ουδετέρου, σύνθετου με α΄… … Dictionary of Greek
POSIDON — Graecum Neptuni nomen, quod ex Graeca lingua explicare Grammatici frustra conantur, inquit Bochartus, l. 1. Phaleg, c. 1. cum Africum esse doceat Herdotus, in Euterpe. Verba sunt: Ο᾿υδαμῆ γαρ άπ´ ἀρχῆς Ποσειδίωνος οὔνομα ἔκτηνται, εἰμὴ Λίβυες,… … Hofmann J. Lexicon universale
σήμερα — σήμερον ΝΜΑ, και σήμερις και σήμερο και λόγιος τ. σήμερον Ν, και δωρ. τ. σάμερον και αττ. τ. τήμερον και τήμερα Α επίρρ. αυτή την ημέρα, την παρούσα ημέρα, σε αντιδιαστολή προς τη χθεσινή και προς την αυριανή (α. «δεν θα τελειώσουν τη δουλειά… … Dictionary of Greek
σήτειος — εία, ον Α (κατά το Ησύχ.) «νέος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σῆτες, άλλο τ. τού τῆτες «φέτος, αυτή την χρονιά»] … Dictionary of Greek
σήτες — και δωρ. τ. σᾱτες Α βλ. τῆτες … Dictionary of Greek
τάτες — Α (δωρ. τ.) βλ. τῆτες … Dictionary of Greek
τήδες — Α επίρρ. βλ. τῆτες … Dictionary of Greek
τήτα — Α επίρρ. βλ. τῆτες … Dictionary of Greek
τήτειος — ον, Α [τῆτες] ο τητινός* … Dictionary of Greek
τητάνιος — και σητάνειος και σητάνιος και δωρ. τ. σατάνιος, ον, Α 1. (για διάφορους καρπούς και κυρίως για το σιτάρι) ο φετινός, αυτής τής χρονιάς, νέας συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ. β. «σητάνεια κρόμμυα») 2. (για σιτάρι)… … Dictionary of Greek