- προ-χύτιος
προ-χύτιος, = προχυτός, Eur. bei Clem. Al. strom. 5, 10, ϑυσίαν πλήρη προχυτίαν, l. d. (προχυϑεῖσαν em.)
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-χύτιος, = προχυτός, Eur. bei Clem. Al. strom. 5, 10, ϑυσίαν πλήρη προχυτίαν, l. d. (προχυϑεῖσαν em.)
http://www.zeno.org/Pape-1880.