τήμερον

τήμερον

τήμερον, adv., auch τήμερα (aus τῇ ἡμέρᾳ entstanden), att. statt des ion. u. gemeinen σήμερον, heute; comic., s. Piers. Moer. p. 364; ἡ τήμερον ἡμέρα, Plat. Phaed. 61 c; εἰς τήμερον, Conv. 174 a; τὸ τήμερον, 176 e; τὸ τήμερον εἶναι, für heute, Crat. 396 d; Folgde überall.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τήμερον — Α επίρρ. βλ. σήμερα …   Dictionary of Greek

  • τήμερον — σήμερον to day attic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης …   Deutsch Wikipedia

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • σήμερα — σήμερον ΝΜΑ, και σήμερις και σήμερο και λόγιος τ. σήμερον Ν, και δωρ. τ. σάμερον και αττ. τ. τήμερον και τήμερα Α επίρρ. αυτή την ημέρα, την παρούσα ημέρα, σε αντιδιαστολή προς τη χθεσινή και προς την αυριανή (α. «δεν θα τελειώσουν τη δουλειά… …   Dictionary of Greek

  • TITUS — I. TITUS Episcop. Bostrensis, in Ara bia Petraea, interfuit Concilio Antiocheno, A. C. 364. Obiit sub Valente, A. C. 378. Scripsit contra Manichaeos, libros 3. a Canisio editos. Alius auctor Commentariorum in Matthaeum et Lucam; Non enim poslunt… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πεκτώ — έω, Α 1. κουρεύω ζώο («ἡνίκα πεκτεῑν ὥρα προβάτων πόκον ἠρινόν», Αριστοφ.) 2. παθ. πεκτοῡμαι, έομαι (και για πρόσ.) κουρεύομαι («ποιήσω τήμερον τοὺς δημότας βωστρεῑν σ ἐγώ πεκτούμενον», Αριστοφ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «τίλλω, ξαίνω». [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • συγκαταλέγω — ΝΜΑ [καταλέγω] κατατάσσω κάποιον ή κάτι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο (α. «συγκαταλέγεται μεταξύ τών απορριφθέντων» β. «τῷ Ῥωμαϊκῷ στρατεύματι συγκατειλεγμένοι», Άνν. Κομν.) αρχ. 1. διευθετώ, τακτοποιώ 2. εκλέγω μαζί με άλλον («καὶ τήμερον ταῑς… …   Dictionary of Greek

  • τήτες — και σῆτες και δωρ. τ. τῆδες και τᾱτες και τῆτα και σᾱτες Α επίρρ. 1. φέτος, αυτήν τη χρονιά 2. φρ. «ἡ τῆτες ἡμέρα» η σημερινή μέρα, σήμερα ακριβώς Αθήν.. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆτες / σῆτες έχει προέλθει από την αιτ. ενός ουδετέρου, σύνθετου με α΄… …   Dictionary of Greek

  • τώρα — ΝΑ επίρρ. αυτή την ώρα, αυτή τη στιγμή («τώρα Μάγια, τώρα δροσιά, τώρ άνοιξη κι αηδόνια», δημ. τραγούδι) νεοελλ. 1. πριν ή μετά από λίγο («τώρα θα φύγω») 2. φρ. α) «από [τα] τώρα» από τόσο νωρίς β) «έως τώρα» μέχρι αυτήν την ώρα, μέχρι αυτήν τη… …   Dictionary of Greek

  • Σ, σ, ς — (αρχαία ελληνικά σίγμα και σΣ, σ, ςιγμα). Το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Αντιστοιχεί προς το σημιτικό shim (= δόντι, δέντρο). Στην ονομασία shim αντιστοιχεί η δωρική ονομασία σαν, ενώ η ονομασία σίγμα προέρχεται από το σημιτικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”