προ-φθάνω

προ-φθάνω

προ-φθάνω (s. φϑάνω), Einem zuvorkommen; προφϑάσασα καρδία γλῶσσαν ἂν τάδ' ἐξέχει, Aesch. Ag. 1028; προφϑῆναι ϑέλων, Eur. Phoen. 1394; προὔφϑης με παρακύψασα, Ar. Eccl. 884; Thuc. 3, 69; ἐγώ σε προφϑάσας λέγω, Plat. Rep. VI, 500 a; προφϑάσας αὐτὸν ἔφη, Ath. III, 109 b, u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… …   Dictionary of Greek

  • προπαραγίγνομαι — Α φθάνω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παραγίγνομαι «παρευρίσκομαι, έρχομαι, φθάνω»] …   Dictionary of Greek

  • προϊκνούμαι — έομαι, Α 1. φθάνω προηγουμένως 2. (κατά τον Ησύχ.) «προϊκέσθαι ἀφικέσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἱκνοῦμαι «φθάνω»] …   Dictionary of Greek

  • προλαμβάνω — ΝΜΑ, και προλαβαίνω Ν 1. λαμβάνω κάτι πριν από κάποιον ή κάτι άλλο, λαμβάνω πρώτος (α. «προλαμβάνω τον μισθό μου» β. «προλαμβάνειν γάλα μετὰ μέλιτος», επιγρ.) 2. (η μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) προλαβών, ούσα, όν ο προηγούμενος νεοελλ. 1. φθάνω… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • προΐκω — Μ προϊκνοῡμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἵκω «έρχομαι, φθάνω»] …   Dictionary of Greek

  • προίκα — η / προίξ, ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α η κινητή ή ακίνητη περιουσία που δινόταν κατά τον γάμο από την οικογένεια τής νύφης στον γαμπρό, θεσμός που σήμερα έχει καταργηθεί από τον νόμο αρχ. 1. δώρο, χάρισμα 2. (η αιτ. ως επίρρ.) προῑκα α) δωρεάν, ως …   Dictionary of Greek

  • προανασώζομαι — Μ φθάνω σώος πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνασῴζομαι «γυρίζω σώος»] …   Dictionary of Greek

  • προηβώ — άω, Α φθάνω πρόωρα στη νεανική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἡβῶ (< ἥβη)] …   Dictionary of Greek

  • προκαταταχώ — έω, Α 1. (το παθ.) προκαταταχοῡμαι, έομαι (κυρίως για πλοία) επιταχύνομαι, φέρομαι με ταχύτητα πριν από κάτι άλλο («προκαταχούμενα ὑπὸ τοῡ ρεύματος», Γέμιν.) 2. φθάνω κάπου γρήγορα πριν από κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταταχῶ «επιταχύνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”