τάραχος

τάραχος

τάραχος, , = ταραχή, Xen. An. 1, 8, 2 u. Sp., wie Plut. adv. Stoic. 1 Arat. 32, S. Emp. adv. geom. 57.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τάραχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάραχος — (239 – 304). Ρωμαίος που μαρτύρησε για τη χριστιανική θρησκεία. Γεννήθηκε στην Ισαυρία της Μικράς Ασίας και υπηρέτησε στον ρωμαϊκό στρατό. Μαρτύρησε στην Ταρσό της Κιλικίας. Ο Σεβήρος από την Αντιόχεια έγραψε το 515 εγκώμιό του. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • τάραχος — ο 1. ταραχή (βλ. λ.). 2. φρ., «Τράβηξε των παθών του τον τάραχο», τράβηξε τα πάνδεινα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταράχοις — τάραχος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταράχου — τάραχος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταράχους — τάραχος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταράχων — τάραχος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταράχῳ — τάραχος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάραχοι — τάραχος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάραχον — τάραχος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мѧтежь — МѦТЕЖ|Ь (199), А с. 1. Смятение, тревога. волнение, суета: Дн҃и насто˫ащю мълва бываѥть въ чл҃вцѣхъ и мѧтежъ и пришъдъши нощи вьси ѹсънѹть Изб 1076, 235 об.; прп(д)бьныи же антонии ˫ако же бѣ обыклъ ѥдинъ жити и не трьп˫а вс˫акого мѧте||жа и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”