- τηλέ-πορος
τηλέ-πορος, fern od. weit gehend; ἄντρα, Soph. Ant. 970, die fernen; βόαμα, Ar. Nubb. 954.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηλέ-πορος, fern od. weit gehend; ἄντρα, Soph. Ant. 970, die fernen; βόαμα, Ar. Nubb. 954.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναύπορος — ναύπορος, ον (Α) (για λίμνες και ποτάμια) αυτός τον οποίο μπορεί να διέλθει κανείς με πλοίο, ο πλωτός («κέλσας ἐπ ἀκτὰς ναυπόρους τὰς Παλλάδος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. τηλέ πορος). Η προπαροξυτονία προσδίδει … Dictionary of Greek