- τλημόνως
τλημόνως, adv. von τλήμων; ἤντλουν κακά, Aesch. Ch. 737; μένειν χρὴ τλημόνως, Eur. Suppl. 947, u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τλημόνως, adv. von τλήμων; ἤντλουν κακά, Aesch. Ch. 737; μένειν χρὴ τλημόνως, Eur. Suppl. 947, u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τλημόνως — τλήμων patient adverbial τλημόνως indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλημόνως — Α επίρρ. βλ. τλήμων … Dictionary of Greek
τλήμων — και δωρ. τ. τλάμων, ον, Α 1. αυτός που υποφέρει, που πάσχει 2. συνεκδ. υπομονητικός, καρτερόψυχος («οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις τλάμονι ψυχᾷ παρέμεινε», Πίνδ.) 3. τολμηρός, θαρραλέος («ὧδέ τε θαρσαλέοι και τλήμονες», Ομ. Ιλ.) 4. (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek