- τοξάριον
τοξάριον, τό, dim. von τόξον, Long. 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοξάριον, τό, dim. von τόξον, Long. 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοξάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξαρίοις — τοξάριον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξαρίων — τοξάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξαρίῳ — τοξάριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξάρια — τοξάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξάρι — το (AM τοξάριον, Μ και δοξάριον και δοξάριν) τόξο νεοελλ. 1. ουράνιο τόξο 2. ο ουράνιος θόλος 3. το τόξο έγχορδων μουσικών οργάνων (π.χ. βιολιού) με το οποίο πάλλονται οι χορδές τους 4. όργανο παρόμοιο με δοξάρι για το ξύσιμο μαλλιού, βαμβακιού κ … Dictionary of Greek
τοξάρι — το / τοξάριον, ΝΜΑ (υποκορ. τ. τού τόξο) μικρό τόξο νεοελλ. δοξάρι μσν. τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + υποκορ. κατάλ. άρι(ον), πρβλ. ποδ άρι(ον)] … Dictionary of Greek
τοξαρέα — ἡ, Μ τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοξάριον + επίθημα έα (πρβλ. χορταρ έα)] … Dictionary of Greek