- τοξ-ουλκός
τοξ-ουλκός, den Bogen ziehend, spannend, der Bogenschütze; λῆμα τοξουλκόν, die Geschicklichkeit im Bogenschießen, αἰχμὴ τοξουλκός, der Pfeil, Aesch. Pers. 55. 235.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοξ-ουλκός, den Bogen ziehend, spannend, der Bogenschütze; λῆμα τοξουλκόν, die Geschicklichkeit im Bogenschießen, αἰχμὴ τοξουλκός, der Pfeil, Aesch. Pers. 55. 235.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινουλκός — λινουλκός, όν (Α) κατασκευασμένος από κλωσμένες ίνες λιναριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. εμβρυ ουλκός, τοξ ουλκός] … Dictionary of Greek
ξιφουλκός — ξιφουλκός, όν (Α) αυτός που σύρει το ξίφος από τη θήκη, που ξεσπαθώνει («ξιφουλκῷ χειρί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. λιθ ουλκός, τοξ ουλκός] … Dictionary of Greek
φωτουλκός — όν, Α αυτός που έλκει, που δέχεται το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + ουλκός (< ὁλκή / ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. ξιφ ουλκός, τοξ ουλκός] … Dictionary of Greek