τοξικός

τοξικός

τοξικός, zum Bogen u. Pfeil gehörig, zum Bogenschießen, Bogenschützen gehörig; ϑῶμιγξ, Aesch. Pers. 452; ἡ τοξική, sc. τέχνη, die Kunst mit dem Bogen zu schießen, Plat. Legg. VII, 804 c Lach. 198 b u. öfter; auch ohne Artikel, Xen. An. 1, 9, 6; τοξικώτατος, sehr geschickt im Schießen mit dem Bogen, Xen. Cyr. 6, 2, 4; – τὸ τοξικόν, sc. φάρμακον, das Gift, womit man die Pfeile bestrich. – Auch als Collectivum = οἱ τοξόται, D. C. 36, 30.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τοξικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξικός — ή, ό / τοξικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός κάθε ουσίας, ενδογενούς ή εξωγενούς, που μπορεί να προκαλέσει βλάβη ενός ζωντανού οργανισμού, αλλά και τών παθολογικών καταστάσεων που προκύπτουν από τη δράση μιας τέτοιας ουσίας (α. «τα… …   Dictionary of Greek

  • τοξικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που είναι σχετικός με το τόξο: Τοξική τέχνη. 2. δηλητηριώδης, σχετικός με τα δηλητήρια και τη δηλητηρίαση: Τοξικές ουσίες. 3. το ουδ. ως ουσ., τοξικό, το δηλητήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοξικά — τοξικός of neut nom/voc/acc pl τοξικά̱ , τοξικός of fem nom/voc/acc dual τοξικά̱ , τοξικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξικωτάτων — τοξικός of fem gen superl pl τοξικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξικῶν — τοξικός of fem gen pl τοξικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξικόν — τοξικός of masc acc sg τοξικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξικώτατον — τοξικός of masc acc superl sg τοξικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξικαῖς — τοξικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξικαί — τοξικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξικοῖς — τοξικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”