- τοκήεσσα
τοκήεσσα, ἡ, = τοκάς, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοκήεσσα, ἡ, = τοκάς, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοκήεσσα — ἡ, Α τοκάς (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *τοκήεις < τόκος + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεσσα, θηλ. τού τολμ ήεις] … Dictionary of Greek
τοκήεσσαι — τοκήεσσα having had children fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκήεσσαν — τοκήεσσα having had children fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)