τοκο-γλύφος

τοκο-γλύφος

τοκο-γλύφος, , ein Zinsenschnitzler, Zinsenspalter, der die Genauigkeit im Berechnen u. Eintreiben der Zinsen bis ins Kleinste treibt; Philodem. 32 (IX, 520); Luc. Vit. auct. 23; Plut. de aud. poet. 3 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζωδιογλύφος — ζῳδιογλύφος, ον (Α) ζωογλύφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] …   Dictionary of Greek

  • ζωογλύφος — ο (Α ζωογλύφος) γλύπτης ζώων, καλλιτέχνης γλυπτών παραστάσεων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. εικονο γλύφος, τοκο γλύφος] …   Dictionary of Greek

  • καλαμογλύφος — καλαμογλύφος, ον (Α) αυτός που γλύφει, δηλ. σκαλίζει το καλάμι και κατασκευάζει γραφίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] …   Dictionary of Greek

  • καρδοπογλύφος — ο (Α) αυτός που κατασκευάζει καρδόπους, σκάφες για ζύμωμα ή άλλα σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρδοπος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] …   Dictionary of Greek

  • κερατογλύφος — κερατοφλύφος, ον (Α) αυτός που κατεργάζεται τα κέρατα για την κατασκευή τόξων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] …   Dictionary of Greek

  • λιθογλύφος — ο (Α λιθογλύφος) 1. ο λιθογλύπτης 2. τεχνίτης που διακοσμεί λίθους, συνήθως πολύτιμους, με γλυπτές παραστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + γλύφος (< γλύφω «λαξεύω»), πρβλ. ξυλο γλύφος, τοκο γλύφος] …   Dictionary of Greek

  • πτερνογλύφος — ὁ, Α (ως ονομασία ποντικού) αυτός που γλύφει φτέρνες, δηλ. χοιρομήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη (ΙΙ) «χοιρομέρι» + γλύφος (< *γλύφος < γλύφω), πρβλ. τοκο γλύφος] …   Dictionary of Greek

  • ξοανογλύφος — ξοανογλύφος, ὁ (Μ) γλύπτης ξοάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξόανον + γλυφός (< γλύφω), πρβλ. τοκο γλύφος] …   Dictionary of Greek

  • ξυλογλύφος — ξυλογλύφος, ον (Α) αυτός που σκαλίζει ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. τοκο γλύφος] …   Dictionary of Greek

  • τυρογλύφος — ο, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος ακάρεων τής οικογένειας τυρογλυφίδες αρχ. (κωμική λ.) (ως ονομασία ποντικού) αυτός που γλύφει, που σκαλίζει το τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + γλύφος (< γλύφω) πρβλ. τοκο γλύφος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • τοκογλύφος — ο, ΝΑ, θηλ.τοκοφλύφα Ν 1. αυτός που δανείζει χρήματα με υπέρογκο τόκο 2. (γενικά) αισχροκερδής αρχ. αυτός που υπολογίζει τους τόκους του μέχρι το τελευταίο λεπτό, γλύφοντας, χαράζοντας τους αριθμούς στα σανίδια τού τραπεζιού του. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”