- τηγανίζω
τηγανίζω, im Tiegel, in der Pfanne schmelzen oder braten, Posidipp. bei Poll. 10, 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηγανίζω, im Tiegel, in der Pfanne schmelzen oder braten, Posidipp. bei Poll. 10, 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηγανίζω — fry in a pres subj act 1st sg τηγανίζω fry in a pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανίζω — τηγανίζω, τηγάνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τηγανίζω — ΝΜΑ, και ταγηνίζω Α [τήγανον/ τάγηνον] ψήνω κάτι στο τηγάνι μέσα σε καφτό λάδι, βούτυρο ή λίπος (α. «τηγανίζω αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῡ τετηγανισμένου», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον μσν. αρχ. βασανίζω και θανατώνω στην πυρά … Dictionary of Greek
τηγανίζω — τηγάνισα, τηγανίστηκα, τηγανισμένος, ψήνω στο τηγάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τηγανιζομένων — τηγανίζω fry in a pres part mp fem gen pl τηγανίζω fry in a pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανιζόμενον — τηγανίζω fry in a pres part mp masc acc sg τηγανίζω fry in a pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγάνιζε — τηγανίζω fry in a pres imperat act 2nd sg τηγανίζω fry in a imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετηγανισμένος — τηγανίζω fry in a perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετηγανισμένου — τηγανίζω fry in a perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανιζομένην — τηγανίζω fry in a pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανιζομένης — τηγανίζω fry in a pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)