προ-φασίζομαι

προ-φασίζομαι

προ-φασίζομαι, dep. med., Etwas zum Vorwand nehmen, sich womit entschuldigen, τί; Theogn. 935; περιφανῆ χρήματα, Ar. Lys. 756; Plat. Phaedr. 231 b; πάσας προφάσεις προφασίζεσϑαι, Rep. V, 474 e; Lys. 8, 16; ἀσχολίαν, Xen. Cyr. 2, 2, 30; οὐκ ἔφη χρῆναι προφασίζεσϑαι, οὐδὲ διαμέλλειν, Thuc. 6, 25; auch προφασισϑέν, pass., 8, 33; προὐφασίζετο ἀεί τι καὶ ἀναβολὰς ἐποιεῖτο, Dem. 48, 20; ἀῤῥωστεῖν προφασίζεται, 19, 124; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευπροφάσιστος — εὐπροφάσιστος, ον (Α) 1. αυτός που χρησιμεύει εύκολα ως πρόφαση, ο ευλογοφανής 2. φρ. «εὐπροφάσιστόν (ἐστι)» είναι εύλογο 3. αυτός που αποδέχεται εύκολα προφάσεις. επίρρ... εὐπροφασίστως (ΑΜ) με ευλογοφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προ φασίζομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”