τοτέ

τοτέ

τοτέ, adv., einmal, zuweilen, dann u. wann; gew. paarweise zu Anfang zweier einander entsprechender Sätze, τοτὲ μέντοτὲ δέ, bald – bald, Od. 24, 447 ff.; τοτὲ μὲν κακόφρων τελέϑει, τοτὲ δ' ἐκ ϑυσιῶν ἀγανὰ φαίνουσα, Aesch. Ag. 100; auch τοτὲ μένὅταν δέ, Ch. 406; τοτὲ μὲν πέρατοτὲ δ' ὕπερϑεν, Soph. O. C. 1742; Ar. Ran. 290; Xen. Cyr. 7, 1, 10 An. 5, 9, 9; Plat. Prot. 352 b Gorg. 499 c u. öfter; τοτὲ μένἄλλοτε δέ, Phaedr. 237 e; – αὖϑις δέ, Gorg. 491 c; ἔστι δὲ ὅτε, Phaedr. 237 e; τοτὲ μὲν δίκαιον, ὅταν δὲ βούληται, ἄδικον, 261 c; Folgde; τοτὲ μένἔστι δ' ὅτε, Pol. 3, 17, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τοτέ — at times indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τότε — at that time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τότε — ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α 1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά …   Dictionary of Greek

  • τοτέ — Α επίρρ. ενίοτε, μερικές φορές, άλλοτε μεν άλλοτε δε («ἡ vῡv τοτὲ μὲν κακόφρων τελέθει, τοτὲ δ ἐκ θυσιῶν ἀγανὴ σαίνουσα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τότε με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • τότε(ς) — επίρρ. χρον. 1. εκείνη τη στιγμή, σ΄ εκείνη την περίσταση: Σηκώθηκε τότε και είπε. 2. σ΄ αυτή την περίπτωση, λοιπόν: Αν είναι έτσι, τότε να φύγω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τότε μοι χάνοι ἐρεῖα χθών. — τότε μοι χάνοι ἐρεῖα χθών. См. Чтоб мне сквозь землю провалиться! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τοθ' — τοτέ , τοτέ at times indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοτ' — τοτέ , τοτέ at times indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τό τ' — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τό τε — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τότ' — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”