τοσοῦτο

τοσοῦτο

τοσοῦτο, u. att. häufiger τοσοῦτον, Valck. Hipp. 1250, vgl. Elmsl. zu Eur. Med. 254 u. τοιοῦτος, = τόσος (wie οὗτος zu sich verhält); bei Hom. in dieser Form u. in der epischen τοσσοῦτος, seltener als τόσος; dem ὡς entsprechend, Od. 21, 402; τοσοῦτον ὀνήσιος, Od. 21, 402; dem ὅσος entsprechend, Soph. Phil. 1065; Plat. Legg. IV, 707 d u. sonst; dem ὁπόσος, Conv. 214 a; τοσαῦτα, ὅσαπερ, Parm. 140 d; mit einem acc. der nähern Bestimmung, τοσοῦτος τὴν ἡλικίαν, so alt od. so jung, τοσοῦτον τὸ βάϑος, so tief, τοσοῦτοι τὸ πλῆϑος, so viel, Andoc. 3, 26 Isocr. 4, 136; τὸ μέγεϑος 4, 33, während 136 genauer τηλικοῦτος τὸ μέγεϑος steht; τοσοῦτος τὴν ἡλικίαν Plut. Arat. 50 Cat. min. 69; auch = so wenig, εἰς τοσούτους τεταγμένοι, im Ggstz von οὕτω βαϑεῖα φάλαγξ, Xen. Cyr. 6, 3, 22; ποταμὸς τοσοῦτος τὸ βάϑος, Xen. An. 3, 5, 7; – ἐγὼ εἰς τοσοῦτον ἀμαϑίας ἥκω, ὥςτε, Plat. Apol. 25 e, vgl. Theaet. 187 a, u. öfter bei Folgdn in dieser Verbindung; – τοσοῦτο oder τοσοῦτον, adverbial, so sehr, in so weit, in so fern, Od. 8, 203. 21, 250; ἐς τοσοῦτον, in so weit, Her. 6, 97; auch bei superl., τοσοῦτον νεώτατος, Il. 23, 476. – Bei compar., τοσούτῳ, tanto, Xen. An. 1, 5, 9; dem ὅσῳ entsprechend, je – desto, Plat. Rep. II, 374 d IX, 576 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τοσοῦτο — τοσοῦτος so large neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσούτος — τοσαύτη, τοσοῡτο(ν), ΜΑ, και επικ. τ. τοσσοῡτος και αιολ. τ. τεσσοῡτος, Α (δεικτ. αντων.) 1. τόσος, τόσο μεγάλος, τόσο πολύς («χρόνον τοσοῡτον, εἰς ὅσον, Σοφ.) 2. (η αιτ. εν. ή πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) τοσοῡτο(ν), τοσοῡτο. τόσο πολύ ή τόσο… …   Dictionary of Greek

  • AROMATICA — Populo donata, apud Ael. Spartian. in Adriano Caes. c. 19. Romae post coeter as immensissimas voluptates, in honorem socrûs suae, aromatica, populo donavit. Nempe Parentaliorum die siebat in plebem divisio secierum variarum, ut vini, olei, aut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PLOSTELLUM — in Talmudico Tractatu de Sabbatho, c. 5. in Misna, Arietes (die Sabbathi) non egrediuntur cum plostello sub cauda sua; et ibidem in Gemara, Non egrediuntur arietes cum plostello, ne caudam suam inflectant: Definitur in Glossa ad eum loc. parva… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διγνωμώ — διγνωμῶ (Μ) [δίγνωμος] 1. αλλάζω διάθεση, διαφωνώ 2. αμφιβάλλω, δεν μπορώ να πιστέψω κάτι («ζῆ Λίβιστρος;... πολλὰ πολλὰ τὸ διγνωμῶ καὶ δυσπιστῶ τοσοῡτο», Λίβιστρος και Ροδάμνη) …   Dictionary of Greek

  • κατακόβω — και κατακόπτω και κατακόφτω (AM κατακόπτω) 1. κόβω κάτι σε πολλά τεμάχια, κατακομματιάζω («κατακόπτειν τὰ ἀγάλματα», Διόδ.) 2. κόβω κάτι σε μεγάλο βάθος και έκταση 3. σφάζω, πετσοκόβω («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • κωφότητα — η (AM κωφότης, ητος) [κωφός] 1. έλλειψη ακοής, κουφαμάρα 2. μτφ. αδιαφορία, αμέλεια («τοσαύτην κωφότητα καὶ τοσοῡτο σκότος παρ ὑμῶν ἀπαντᾱν», Δημοσθ.) 3. μτφ. νωθρότητα αρχ. αδυναμία τής ακοής, βαρηκοΐα …   Dictionary of Greek

  • κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… …   Dictionary of Greek

  • μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… …   Dictionary of Greek

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

  • προκάθημαι — ΝΜΑ και ιων. τ. προκάτημαι Α [κάθημαι] 1. στέκω, κάθομαι μπροστά από κάποιον άλλο 2. κάθομαι κατά προτίμηση μπροστά άπο άλλους επειδή κατέχω τιμητική θέση (α. «οι προκαθήμενοι στο θέατρο είναι συνήθως επίσημοι» β. «προκάθηνται καθ ἡλικίαν καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”