- τοσαυτάκις
τοσαυτάκις, adv., = τοσάκις; Plat. Rep. VIII, 549 c; Xen. Cyr. 8, 8, 12; Andoc. 4, 36; Plut. adv. Stoic. 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοσαυτάκις, adv., = τοσάκις; Plat. Rep. VIII, 549 c; Xen. Cyr. 8, 8, 12; Andoc. 4, 36; Plut. adv. Stoic. 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοσαυτάκις — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσαυτάκις — Α επίρρ. τοσάκις, τόσες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαῦτα, πληθ. ουδ. τής αντων. τοσοῦτος + επιρρμ. κατάλ. κις*] … Dictionary of Greek