- τορητός
τορητός, durchbohrt, zu durchbohren, verwundbar, Lycophr. 456.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τορητός, durchbohrt, zu durchbohren, verwundbar, Lycophr. 456.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τορητός — ή, όν, Α αυτός που μπορεί να τρυπηθεί, τρωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τορ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. τείρω* «διατρυπώ» (πρβλ. απρμφ. αορ. τορεῖν) + κατάλ. η τός τών ρηματ. επιθ.] … Dictionary of Greek
τορητόν — τορητός liable to be pierced masc acc sg τορητός liable to be pierced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)