- προ-φροντίζω
προ-φροντίζω, vorher bedenken, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-φροντίζω, vorher bedenken, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
προκήδομαι — Α φροντίζω, προνοώ για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κήδομαι «φροντίζω, νοιάζομαι»] … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… … Dictionary of Greek
προενθυμώ — έω, Α 1. φροντίζω από πριν για κάτι 2. παθ. προενθυμοῡμαι σκέπτομαι από πριν σοβαρά για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνθυμῶ «θυμίζω, υπενθυμίζω, σκέπτομαι»] … Dictionary of Greek
προευλαβούμαι — έομαι, Α προφυλάγομαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὐλαβοῦμαι «προσέχω, φροντίζω, φυλάγομαι»] … Dictionary of Greek
προμεριμνώ — άω, Α μεριμνώ εκ τών προτέρων («μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσετε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μεριμνῶ «φροντίζω»] … Dictionary of Greek
προμνώμαι — άομαι, Α 1. κάνω προξενιό, προξενεύω («προμνησάμενη τῷ Ἀετίωνι τὴν θυγατέρα», Λουκιαν.) 2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω κάποιον σε κάτι 3. (με δοτ.) προσπαθώ να πείσω κάποιον να κάνει κάτι 4. γεν. συνιστώ, συμβουλεύω («τοιαῡτα προμνᾱται ἑκάστου… … Dictionary of Greek
προσεδρεύω — Α 1. κάθομαι, παραμένω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πότερα κατ οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾱ;», Ευρ.) 2. είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, τόν προσέχω («τῇ θεραπείᾳ τοῡ θεοῡ προσεδρεύειν», Ιώσ.) 3. βρίσκομαι στο πλευρό κάποιου, τόν φροντίζω 4. μένω… … Dictionary of Greek
τηρώ — (I) τηρῶ, έω, ΝΜΑ διατηρώ, διαφυλάττω, κρατώ απαραβίαστο (α. «τηρώ τους νόμους» β. «τηρώ τον λόγο μου» γ. «δεῑ τὴν παρθένον πρὸ τοῡ σώματος μάλιστα τηρεῑν τὴν ψυχήν», Βασ. δ. «τὴν πίστιν τετήρηκα», ΚΔ) νεοελλ. εκτελώ ορισμένη υπηρεσία ή εργασία… … Dictionary of Greek