- προ-τήθη
προ-τήθη, ἡ, Urgroßmutter, D. Cass. 59, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-τήθη, ἡ, Urgroßmutter, D. Cass. 59, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προτήθη — ἡ, Α προμάμμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τήθη «γιαγιά»] … Dictionary of Greek
θείος — (I) α, ο (AM θεῑος, α , ον, Α επικ. τ. θέειος και θεήιος, αιολ. τ. θήιος, λακων. τ. σείος) 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῑον γένος», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος σε… … Dictionary of Greek