- τανυ-χειλής
τανυ-χειλής, ές, mit langen Lippen, langem Schnabel, Rüssel; μέλισσαι, Qu. Sm. 3, 221; ὄρνιϑες, 5, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανυ-χειλής, ές, mit langen Lippen, langem Schnabel, Rüssel; μέλισσαι, Qu. Sm. 3, 221; ὄρνιϑες, 5, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανυχειλής — ές, Α (για πτηνά ή για τις μέλισσες) αυτός που έχει μακρύ ράμφος ή μακρύ κεντρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + χειλής (< χείλος), πρβλ. παχυ χειλής] … Dictionary of Greek