τανυ-πτέρυξ

τανυ-πτέρυξ

τανυ-πτέρυξ, υγος, ὁ, ἡ, = τανύπτερος, mit ausgebreiteten, ausgespannten od. langen Flügeln; auch weit od. schnell fliegend; οἰωνοί, Il. 12, 237; ἅρπη, 19, 350; νώτων, Antp. Th. 19 (IX, 59).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φερεπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α φερέπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πτέρυξ (πρβλ. λευκο πτέρυξ, τανυ πτέρυξ)] …   Dictionary of Greek

  • τανυπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α τανύπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πτέρυξ, υγος (πρβλ. μελανο πτέρυξ) …   Dictionary of Greek

  • ευπτέρυγος — εὐπτέρυγος, ον (ΑΜ) με ωραία ή γρήγορα φτερά αρχ. (για πλοίο) ταχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτερυγος (< πτέρυξ), πρβλ. τανυ πτέρυγος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοπτέρυγος — μεγαλοπτέρυγος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλες πτέρυγες («ἀετὸς ὁ μέγας ὁ μεγαλοπτέρυγος», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πτέρυγος (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. μελανο πτέρυγος, τανυ πτέρυγος] …   Dictionary of Greek

  • τανυπτέρυγος — και τανυσιπτέρυγος, ον, Α τανυπτέρυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πτέρυγος (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. εὐ πτέρυγος. Ο τ. τανυσιπτέρυγος έχει σχηματιστεί κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”