- προ-τίω
προ-τίω (s. τίω), vor Andern od. mehr ehren, vorziehen; πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῖν εἶναι προτίουσι, Aesch. Ag. 763; Eum. 516; Ggstz von ἀτιμάζω, Soph. Ant. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-τίω (s. τίω), vor Andern od. mehr ehren, vorziehen; πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῖν εἶναι προτίουσι, Aesch. Ag. 763; Eum. 516; Ggstz von ἀτιμάζω, Soph. Ant. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προτίω — Α 1. τιμώ περισσότερο, προτιμώ 2. προκρίνω («πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῑν εῑναι προτίουσι δίκην παραβάντες», Αισχ.) 3. φρ. «προτίω τινὰ τάφου» θεωρώ κάποιον άξιο ταφής μάλλον παρά για κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τίω «απονέμω τιμή, εκτιμώ»] … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… … Dictionary of Greek