τελευταῖος

τελευταῖος

τελευταῖος, vollendend, beschließend, dah. am Ende befindlich, der letzte, äußerste; Ggstz πρῶτος, Aesch. Ag. 305; τὴν τελευταίαν ἡμέραν ἰδεῖν, Soph. O. R. 1528, u. öfter; auch ἡ τελευταία ὕβρις, der äußerste, höchste, El. 263; Eur., Her. u. Folgde überall; τὸ τελευταῖον, endlich, zuletzt, Her. 1, 91; ἐν τοῖς τελευταίοις, Is. 1, 13; ἐφέψομαι τελευταῖος, Xen. An. 7, 3, 39, u. öfter von den Letzten im Heereszuge; ὃ δὴ τελευταῖον ἐφϑέγξατο, Plat. Phaad. 118; τελευταῖον, endlich, Rep. VII, 516 b; auch τὰ τελευταῖα, Gorg. 515 e; τηρήσας τὴν τελευταίαν ἡμέραν, das Ende des Tages, Dem. 28, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τελευταῖος — last masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελευταίος — α, ο / τελευταῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται στο τέλος, ύστατος, έσχατος (α. «η τελευταία του επιθυμία ήταν ένα ταξίδι με τους φίλους του» β. «ὁδὸν τὴν τελευταίαν», Σοφ.) νεοελλ. 1. ο κατώτερος, ο χειρότερος σε ποιότητα ή σε αξία («είναι ο …   Dictionary of Greek

  • τελευταίος — α, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται στο τέλος της σειράς, ο τελικός, ο ύστατος: Το τελευταίο σπίτι δεξιά. 2. ο κατώτατος σε ποιότητα και αξία: Ο τελευταίος από τους μαθητές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελευταῖον — τελευταῖος last masc acc sg τελευταῖος last neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελευταῖα — τελευταῖος last neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελευταῖαι — τελευταῖος last fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελευταῖοι — τελευταῖος last masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”