προτέρημα

προτέρημα

προτέρημα, τό, der Vorzug, das Voransein im Raume und in der Zeit, der Vorsprung; bes. der Vorrang, höhere Werth, Vortheil, die Ueberlegenheit; oft bei Pol., τὰς τῶν πέλας ἁμαρτίας ἴδια προτερήματα νομίζειν, 16, 20, 6; bes. Sieg, 1, 9, 7. 5, 107, 3 u. sonst; τὸ κατὰ τοὺς Ἰλλυριοὺς προτέρημα, der Sieg, 2, 10, 6; u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προτέρημα — advantage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτέρημα — το, ΝΜΑ [προτερῶ] 1. npoσόν ή χάρισμα φυσικό ή επίκτητο 2. πλεονέκτημα, υπεροχή 3. αρετή αρχ. 1. πρωτείο βαθμού ή ηλικίας, ανώτερη αξία 2. (στον πόλεμο) επικράτηση, νίκη («θεωρῶν δὲ τοὺς βαρβάρους ἐκ τοῡ προτερήματος θρασέως καὶ προπετῶς… …   Dictionary of Greek

  • προτέρημα — το, ατος προσόν, πλεονέκτημα φυσικό ή αποκτημένο, αρετή (αντίθ ελάττωμα): Το σύνολο των προτερημάτων και των ελαττωμάτων του ατόμου προσδιορίζουν το χαρακτήρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προτερημάτων — προτέρημα advantage neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερήμασι — προτέρημα advantage neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερήμασιν — προτέρημα advantage neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερήματα — προτέρημα advantage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερήματι — προτέρημα advantage neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερήματος — προτέρημα advantage neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • почесть — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. 1) (γέρας) почетная мзда, на града, дар; (ἐπινίκιον),… …   Словарь церковнославянского языка

  • έκπαγλος — η, ο (AM ἔκπαγλος, ον) αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την ομορφιά, τη δύναμη ή άλλο προτέρημα (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει ἔκπαγλος» με εκπληκτική δύναμη γ. «ἐν πόνοις ἔκπαγλος» θαυμαστός για τα κατορθώματά του) αρχ. 1. εκπληκτικός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”