τιθασευτής

τιθασευτής

τιθασευτής, , der Zähmende, Ar. Vesp. 704.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τιθασευτής — ο, ΝΑ, θηλ. τιθασεύτρια Α [τιθασεύω] αυτός που τιθασεύει, δαμαστής νεοελλ. μτφ. αυτός που κάνει κάποιον υποχείριό του, που τόν υποτάσσει αρχ. μτφ. αυτός που συνηθίζει να κολακεύει κάποιον …   Dictionary of Greek

  • τιθασευτήν — τιθασευτής one who tames masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθασεύτωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) τιθασευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιθασεύω + επίθημα τωρ (πρβλ. θηρεύ τωρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”