- πρός-τριμμα
πρός-τριμμα, τό, was angerieben wird, das Angehängte, Zugefügte, bes. Schmach, Unglück, wie πόλει πρόςτριμμ' ἄφερτον ἐνϑείς, Aesch. Ag. 384; bei Plut. de fortuna p. 308 zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρός-τριμμα, τό, was angerieben wird, das Angehängte, Zugefügte, bes. Schmach, Unglück, wie πόλει πρόςτριμμ' ἄφερτον ἐνϑείς, Aesch. Ag. 384; bei Plut. de fortuna p. 308 zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
κόχλος — (I) ο (AM κόχλος) 1. θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για παρασκευή τής πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, οἷον οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», Αριστοτ. β. «κόχλους δὲ… … Dictionary of Greek