- προτέρωσε
προτέρωσε, adv. von πρότερος, nach vorn hin; H. h. 32, 10; Ap. Rh. 1, 306. 1241; Nicaenet. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προτέρωσε, adv. von πρότερος, nach vorn hin; H. h. 32, 10; Ap. Rh. 1, 306. 1241; Nicaenet. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προτέρωσε — toward the front indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτέρωσε — Α επίρρ. προς τα εμπρός («εὖτ ἄν... Σελήνη... ἐσσυμένως προτέρωσ ἐλάσῇ καλλίτριχας ἵππους», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότερος + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. ἑτέρω σε). Το ω τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους, προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων… … Dictionary of Greek
προτέρωσ' — προτέρωσε , προτέρωσε toward the front indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CALBIS — Cariae amnis. Pompon. l. 1. c. 16. Ubi libri veteres vocant Galbiam, non Calbin. Graecis est Κάλβις, et Κάλβιος, ac forsan etiam Καλβίας. Stephanus et Καλαινὸν fuisse dictum prodit. Κάλβιος, inquit, κρήνη Λυκίας, ἣν καὶ Καλαινὸν φασι. Nihil in… … Hofmann J. Lexicon universale
επιπροτέρωσε — ἐπιπροτέρωσε (Α) [προτέρωσε] επίρρ. προς τα εμπρός, σε μάκρος, ακόμη μακρύτερα («ἐπιπροτέρωσε θέοντες», Απολλ. Ρόδ.) … Dictionary of Greek