- προ-τάμνω
προ-τάμνω, ion. statt προτέμνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-τάμνω, ion. statt προτέμνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπεκπροτάμνω — Α ιων. τ. προχωρώ και τέμνω («ὑπεκπρὸ δὲ πόντον ἔταμνε ναῡς», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκ + πρὸ τάμνω, ιων. τ. τού τέμνω] … Dictionary of Greek