προ-τεύχω

προ-τεύχω

προ-τεύχω (s. τεύχω), vorher verfertigen; Hom. perf. pass., ἀλλὰ τὰ μὲν προτετύχϑαι ἐάσομεν, Il. 16, 60. 18, 112. 19, 65.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προτεύχω — ΜΑ 1. κάνω κάτι εκ τών προτέρων 2. παθ. προτεύχομαι (ποιητ. τ.) έρχομαι στο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τεύχω «κατασκευάζω»] …   Dictionary of Greek

  • αρτιτευχής — ἀρτιτευχής, ές (Μ) ο μόλις προ ολίγου κατασκευασμένος, ο καινούργιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + τευχής < τεύχος < τεύχω (πρβλ. νεοτευχής)] …   Dictionary of Greek

  • τυγχάνω — ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν 1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ. δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ) 2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”