- τετρά-πηχυς
τετρά-πηχυς, gen. εος, vier Ellen lang; Her. 7, 69; Plat. Rep. IV, 426 d; ἄνδρες, Ar. Vesp. 553; vgl. Lob. Phryn. 549.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρά-πηχυς, gen. εος, vier Ellen lang; Her. 7, 69; Plat. Rep. IV, 426 d; ἄνδρες, Ar. Vesp. 553; vgl. Lob. Phryn. 549.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
σαραντάπηχος — Επώνυμο γνωστής αθηναϊκής οικογένειας, που αναφέρεται και σαν Τεσσαρακονταπήχης. Η οικογένεια αυτή ήταν συγγενής με την αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Ειρήνη την Αθηναία, σύζυγο του Λέοντα Δ’ και μητέρα του Κωνσταντίνου ΣΤ. Από την οικογένεια αυτή… … Dictionary of Greek