πρωράτης — ο / πρῳράτης, ΝΑ, και ιων. τ. πρῳρήτης Α νεοελλ. ναυτ. άνδρας τού πληρώματος ενός πλοίου ο οποίος εκτελεί υπηρεσία στο πρωραίο μέρος τού σκάφους αρχ. 1. ο πρωρεύς 2. αρχηγός, διοικητής («πρωράτης στρατοῡ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + επίθημα… … Dictionary of Greek
πρῳράτης — πρῳρά̱της , πρῳράτης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῳρᾶται — πρῳράτης masc nom/voc pl πρῳράζω fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωρατεύω — Α [πρῳράτης] 1. είμαι πρωράτης, εκτελώ υπηρεσία πρωράτη 2. είμαι αξιωματικός τού ναυτικού («πρῳρατεύειν τριηρέων», επιγρ.) … Dictionary of Greek
Olympias (trireme) — Olympias Career (Greece) … Wikipedia
НАВИГАЦИЯ — • Navigatio, ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… … Реальный словарь классических древностей
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
πρωρατικός — ή, ό / πρῳρατικός, ή, όν, ΝΑ [πρῳράτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρωράτη («πρῳρατικὸν ἑδώλιον», Πολυδ.) νεοελλ. φρ. α) «πρωρατικά έργα» εργασίες που εκτελούνται στο πλοίο ή στον ναύσταθμο υπό την επίβλεψη τών πρωρέων ή ναυκλήρων, όπως… … Dictionary of Greek
πρῳράτην — πρῳρά̱την , πρῳράτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)