- τερατικός
τερατικός, = τεράστιος, Plut. adv. Colot. 29 im adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τερατικός, = τεράστιος, Plut. adv. Colot. 29 im adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τερατικώς — Α επίρρ. με τερατώδη, με θαυμαστό τρόπο («τερατικῶς αὐτὸν εὖ ἀπαγγέλλειν», Επίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μέσω αμάρτυρου επιθ. *τερατικός < τέρας, ατος] … Dictionary of Greek