ταχύ-πους

ταχύ-πους

ταχύ-πους, ποδος, ὁ, ἡ, schnellfüßig; ἵπποι, Eur. Bacch. 781; ἴχνος, Troad. 232; κῶλον, Bacch. 168; Ar. Equ. 1063; sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

  • τραχύπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τραχιά, σκληρά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ταχύ πους, ὠκύ πους] …   Dictionary of Greek

  • χαλκόπους — και χαλκεόπους, ουν, Α 1. αυτός που έχει χάλκινα πόδια 2. αυτός που φορεί χάλκινα πέδιλα 3. (γενικά) αυτός που έχει χάλκινη βάση, χάλκινα θεμέλια 4. μτφ. α) (στον Όμ.) (για άλογο) ακαταπόνητος («ὑπ ὄχεσφι τιτύσκετο χαλκόποδ ἵππῳ ὠκυπέτα», Ομ.… …   Dictionary of Greek

  • λεπτόπους — λεπτόπους, ουν (Α) αυτός που έχει λεπτά, ισχνά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ποῦς (πρβλ. δασύ πους, ταχύ πους] …   Dictionary of Greek

  • μονόπους — μονόπους, ουν, γεν. οδος (ΑΜ ιων. τ. μουνόπους) αυτός που έχει ένα μόνο πόδι (α. «τράπεζα μονόπους» β. «μονόπους ποδὶ ζῴου», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ πους)] …   Dictionary of Greek

  • ολιγόπους — ὀλιγόπους, ουν (Α) αυτός που έχει μικρά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πούς (πρβλ. ταχύ πους)] …   Dictionary of Greek

  • ορθόπους — ὀρθόπους, ουν (Α) 1. αυτός που στέκεται ή βαδίζει σωστά 2. ανηφορικός, απόκρημνος, απότομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ πους)] …   Dictionary of Greek

  • πλατύπους — (platypus). Γένος κυλινδρικών κολεόπτερων, της οικογένειας των Πλατυποδιδών. Έχουν πλατύ μέτωπο και ζουν μέσα στα ξύλα διάφορων δέντρων. Το κυριότερο είδος είναι οπ. ο κυλινδρικός, που ζει στις βελανιδιές της Ευρώπης. * * * ουν / πλατύπους, ουν… …   Dictionary of Greek

  • ταχύπους — ουν, ΝΑ ο γρήγορος στα πόδια, αυτός που βαδίζει ή κινείται γρήγορα, γοργοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πούς (πρβλ. βραδύ πους)] …   Dictionary of Greek

  • τυφλόπους — οδος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (για τον Οιδίποδα) αυτός που έχει τυφλά πόδια, δηλαδή που περιπλανιέται χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ πους)] …   Dictionary of Greek

  • ωκύπους — ουν / ὠκύπους, ουν, ΝΜΑ, και ὠκύπος, ον, Α (στη νεοελλ. ως λόγιος τ.) ο γρήγορος στα πόδια, γοργοπόδαρος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ωκύπους ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ πους). Ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”