- προ-σίνομαι
προ-σίνομαι, vorher beschädigen, verletzen, Sp., wie Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-σίνομαι, vorher beschädigen, verletzen, Sp., wie Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσίνομαι — και προσινῶ, όω, Α βλάπτω, προξενώ κακό εκ τών προτέρων («ἐτελεύτα προσινωθεὶς στόμαχον καὶ βηχὸς προπειραθείς», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σίνομαι / σινῶ «βλάπτω»] … Dictionary of Greek
προσινόμενοι — προσῑνόμενοι , πρό σίνομαι harm pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσινής — ές, Α 1. δυσμενής 2. επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σινής (< σĭνος < σίνομαι «βλάπτω»), πρβλ. επι σινής] … Dictionary of Greek